- σύγκλειστος
- ὁ, Μ [συγκλείω]ο αιχμάλωτος μαζί με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκλειστός — ή, όν, Α [συγκλείω] 1. ο κλεισμένος μαζί 2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει 3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» σύγκλεισμα* … Dictionary of Greek
συγκλειστά — συγκλειστός shut up neut nom/voc/acc pl συγκλειστά̱ , συγκλειστός shut up fem nom/voc/acc dual συγκλειστά̱ , συγκλειστός shut up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)